- θηρότυπος
- θηρό-τυπος, tiergestaltig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
θηρότυπος — θηρότυπος, ον (Α) αυτός που έχει τον τύπο θηρίου, τη μορφή θηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + τυπος (< τύπος < τύπτω), πρβλ. ά τυπος, έν τυπος] … Dictionary of Greek
θηρότυπον — θηρότυπος in the form of a beast masc/fem acc sg θηρότυπος in the form of a beast neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηροτύποις — θηρότυπος in the form of a beast masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρ(ο)- — (ΑΜ θηρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται ή έχει σχέση με τους θήρες, τα θηρία. ΣΥΝΘ. θηρόθυμος αρχ. θηραγρέτης, θηραγρία, θήραγρος, θηραρχία, θήραρχος, θηρεπωδός, θηρίβορος, θηροβολώ, θηροβόρος, θηρόβοτος,… … Dictionary of Greek